Αικατερίνη

Αικατερίνη
Αικατερίνη η
Екатерина –
1) имя некоторых святых жен Православной Церкви. Среди них наиболее почитаемой является великомученица Екатерина:
Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς — Ноябрь 24 / 7 Декабря;
2) женское имя

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Αικατερίνη" в других словарях:

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη (αγία) — (Αλεξάνδρεια τέλη 3ου αι. – 305 ή 307 μ.Χ.). Αγία, μεγαλομάρτυρας του χριστιανισμού, η πανεύφημος νύμφη του Χριστού. Τιμάται εξίσου λαμπρά και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι το γένος της …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη των Μεδίκων — (Φλωρεντία 1519 – Μπλουά Γαλλίας 1589). Βασίλισσα της Γαλλίας. Κόρη του Λορέντσο των Μεδίκων, δούκα του Ουρμπίνο. Ορφανή από νεαρότατη ηλικία, παντρεύτηκε το 1533, ύστερα από θλιβερά και βασανισμένα παιδικά χρόνια, τον δούκα της Ορλεάνης, τον… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη Βαλουά — (Catherine de Valois, 1301 – 1346). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Καρόλου Βαλουά και της Αικατερίνης Κουρτενέ. Το 1313 παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ’ Ανζού, ηγεμόνα του Τάραντα και πρίγκιπα της Αχαΐας, ο οποίος από τότε ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη Κορνάρο — (Cornaro, 1454 – 1510). Βασίλισσα της Κύπρου. Καταγόταν από τη μεγάλη βενετική οικογένεια των Κορνάρο. Παντρεύτηκε τον Ιάκωβο Λουζινιάν, ηγεμόνα της Κύπρου που πέθανε το 1472. Η Α. έμεινε στην Κύπρο και ανέλαβε, με τη βοήθεια του θείου της Ανδρέα …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη Κουρτενέ — (Catherine de Courtenay,1274 – 1308). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Φιλίππου Κουρτενέ και της Βεατρίκης Ανδηγαυικής και εγγονή του Βαλδουίνου Β’, Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατο του πατέρα της (1285), τα… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Αικατερίνη — I Βυζαντινός ναός της Θεσσαλονίκης του 12ου ή των αρχών του 13ου αι. Πρόκειται για σταυροειδή ναό με τρούλο, που περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές του από κλειστό περιστύλιο με τρούλους στις τέσσερις γωνίες του. Ο ναός είναι ιδιαίτερα αξιόλογος… …   Dictionary of Greek

  • Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Δοσίου, Αικατερίνη — (1820 – 1856).Λογία. Έγραψε πολλά έργα, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι μια γλαφυρή έμμετρη μετάφραση του Γκιαούρ του Βύρωνα. H μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της και ανατυπώθηκε πολλές φορές …   Dictionary of Greek

  • Καριζώνη, Αικατερίνη — (Θεσσαλονίκη 1955 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε οικονομικά και αναγορεύθηκε διδάκτορας οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιώτου, Αικατερίνη — Η πρώτη (1840) Ελληνίδα που εμφανίστηκε ως ηθοποιός, αψηφώντας τις προλήψεις της εποχής. Ήταν πολύ όμορφη αλλά και ταλαντούχα ηθοποιός. Αποσύρθηκε σύντομα από τη σκηνή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»